- προδιαζεύγνυμι
- Α1. χωρίζω εκ τών προτέρων2. φρ. «σχῆμα προδιεζευγμένον [ή ἀλκμανικόν]» — σχήμα που χρησιμοποιήθηκε από τον Αλκμάνα και σύμφωνα με το οποίο όταν ένα ρήμα έχει δύο υποκείμενα συνάπτεται σε πληθυντικό αριθμό με το πρώτο, όπως λ.χ. στη φράση ἐγὼ ἤλθομεν καὶ σύ (Σχόλ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + διαζεύγνυμι «διαχωρίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.