προδιαζεύγνυμι

προδιαζεύγνυμι
Α
1. χωρίζω εκ τών προτέρων
2. φρ. «σχῆμα προδιεζευγμένον [ή ἀλκμανικόν]» — σχήμα που χρησιμοποιήθηκε από τον Αλκμάνα και σύμφωνα με το οποίο όταν ένα ρήμα έχει δύο υποκείμενα συνάπτεται σε πληθυντικό αριθμό με το πρώτο, όπως λ.χ. στη φράση ἐγὼ ἤλθομεν καὶ σύ (Σχόλ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + διαζεύγνυμι «διαχωρίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ζευγνύω — (AM ζεύγνυμι και ζευγνύω) 1. συνάπτω, συνδέω δύο άκρα, συνδέω με ζεύγμα 2. συνδέω με γέφυρα, γεφυρώνω («ζευγνὺς τὸν ποταμόν», Ηρόδ.) 3. τοποθετώ τον ζυγό σε ζώο, ζεύω («ζεῡξαι δ ὑπ ὄχεσφιν ἕκαστον ἵππους», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για ίππους) σελλώνω,… …   Dictionary of Greek

  • προδιεζευγμένος — η, ον, Α φρ. «προδιεζευγμένον σχήμα» βλ. προδιαζεύγνυμι …   Dictionary of Greek

  • προεπιζευγνύω — Μ χρησιμοποιώ το ρητορικό σχήμα τής προεπιζεύξεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐπιζευγνύω «συνδέω» (για τη σημ. πρβλ. προδιαζεύγνυμι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”